πουντελάρισμα

πουντελάρισμα
το, Ν
βλ. πουντέλιασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πουντέλιασμα — και πουντελιάρισμα και πουντελάρισμα και πουντελιξάρισμα, το, Ν [πουντελιάρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πουντελιάρω, η στήριξη με πουντέλια 2. (ξυλ.) μέθοδος που ακολουθείται κατά τη στοιβασία ξυλείας και σύμφωνα με την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”